Τώρα αρχίζει το θρίλερ των Πρεσπών. Ο χρόνος τελειώνει

Χαρακτηριστικά πολιτικού θρίλερ παίρνει η κύρωση της Συμφωνίας των Πρεσπών καθώς μετά την ψήφο εμπιστοσύνης ο χρόνος αρχίζει να μετρά αντίστροφα για την έλευσή της στη Βουλή, ενδεχομένως και την επόμενη εβδομάδα.

Μετά το προαναγγελθέν διαζύγιο με τους Ανεξάρτητους Έλληνες και τον Πάνο Καμμένο ακριβώς εξαιτίας της Συμφωνίας, ο πρωθυπουργός, έχοντας απορρίψει το σενάριο της προσφυγής στις κάλπες με διακύβευμα το εθνικό ζήτημα, κατέφυγε στην ψήφο εμπιστοσύνης επιδιώκοντας μια νέα πλειοψηφία από την παρούσα Βουλή, προκειμένου να κερδίσει πολιτικό χρόνο και με σχετική άνεση να έχει την πρωτοβουλία των κινήσεων στην επιλογή του χρόνου των εκλογών.

Το ζήτημα της συμφωνίας είναι φανερό ότι προξενεί αναπόφευκτα αναδιάταξη του πολιτικού σκηνικού. Η πίεση στα μικρά πολιτικά κόμματα που βρίσκονται μεταξύ των δύο πόλων ΣΥΡΙΖΑ και Ν.Δ. έχει ήδη δείξει τη δυναμική της, αρχής γενομένης από τους Ανεξάρτητους Έλληνες, και συμπαρασύρει στη συνέχεια Ποτάμι και ΚΙΝΑΛΛ.

 

Από την κυβέρνηση αξιοποιείται όχι απλώς ως ζήτημα εθνικού συμφέροντος αλλά και ως ζήτημα που τέμνει το πολιτικό σύστημα και αποτελεί διαχωριστική γραμμή μεταξύ των προοδευτικών και των συντηρητικών δυνάμεων.

Το δίλημμα, όπως τίθεται στο πολιτικό σύστημα, προς το παρόν συνθλίβει τα κόμματα εκείνα που στην παρούσα χρονική στιγμή – και αφού έχει προηγηθεί ακόμη μία φάση αναδιάταξης και μετακινήσεων – βρέθηκαν να έχουν οριακή κοινοβουλευτική εκπροσώπηση (ΑΝΕΛΛ, Ποτάμι). Επηρεάζει πολιτικά και το ΚΙΝΑΛΛ αλλά αυτό το πιθανότερο είναι πως θα αποτυπωθεί κυρίως εκλογικά και όχι τόσο στους τρέχοντες κοινοβουλευτικούς συσχετισμούς.

Για τον Αλέξη Τσίπρα η Συμφωνία των Πρεσπών αποτελεί ορόσημο από το οποίο θα εκκινήσει και ανασύνθεση στον χώρο της Κεντροαριστεράς με ηγεμονική δύναμη τον ΣΥΡΙΖΑ.

 

Προς το παρόν βέβαια πρέπει να ξεπεραστεί ο «κάβος» της κύρωσης. Μετά την αλλαγή στάσης του Ποταμιού, οι συσχετισμοί δεν είναι δεδομένοι και η πλειοψηφία των 151 και άνω στην οποία πόνταρε η κυβέρνηση δείχνει να κλονίζεται.

Το Ποτάμι βρέθηκε κάτω από την πίεση της Ν.Δ. στην οποία προσβλέπει για συνεργασία (προεκλογική ή μετεκλογική) αν και το «ναι» στη Συμφωνία των Πρεσπών αποτελεί για την πλειοψηφία του ζήτημα πολιτικής και ιδεολογικής ταυτότητας που το διαχωρίζει από τη «Δεξιά». Ταυτόχρονα, όμως το «ναι» στη Συμφωνία ενέχει τον «κίνδυνο» για το Ποτάμι να προσμετρηθεί στις δυνάμεις που συνθέτουν τον πολιτικό πόλο υπό τον ΣΥΡΙΖΑ, κάτι που θα του έφραζε έτσι το δρόμο για τη συνεργασία με τη Ν.Δ. και τον Κυριάκο Μητσοτάκη.

Από την αρχή της εβδομάδας έδειξε να επιχειρεί να ισορροπήσει αυτές τις δύο συνθήκες, προσανατολιζόμενο στην αποχή κατά την ψηφοφορία για τη Συμφωνία των Πρεσπών, που σημαίνει ότι υπαναχωρεί από την αρχική του στάση που ήταν θετική στο ενδεχόμενο υπερψήφισης της Συμφωνίας (πότε βάζοντας όρο για εκλογές αμέσως μετά, πότε όχι).

«Κουκιά» σίγουρα και μη

Πιο αναλυτικά, οι συσχετισμοί γύρω από τη Συμφωνία μέχρι στιγμής διαμορφώνονται ως εξής:

– Η κυβέρνηση διαθέτει με σιγουριά 149 βουλευτές: τους 145 βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ, τη συνεργαζόμενη Κατερίνα Παπακώστα (παρά το «θρίλερ» ότι μπορεί και να μην ψηφίσει εξαιτίας των απειλών που δέχεται και εξαιτίας των οποίων υπέβαλλε παραίτηση, την οποία ο Τσίπρας δεν έκανε δεκτή), την Έλενα Κουντουρά (η οποία διαγράφηκε από τους ΑΝΕΛΛ) και τον Θανάση Παπαχριστόπουλο (ο οποίος δεν διαγράφηκε αλλά δηλώνει ότι μετά την ψήφο εμπιστοσύνης, εφόσον διασφαλίζεται ότι δεν πέφτει η κυβέρνηση, θα παραδώσει την έδρα του) και τον Σπύρο Δανέλλη ο οποίος, δίνοντας προηγουμένως και ψήφο εμπιστοσύνης στην κυβέρνηση, διαγράφτηκε από το Ποτάμι.

Από εκεί και πέρα:

– Ο Θανάσης Θεοχαρόπουλος εμφανίζεται να θέλει να ψηφίσει τη Συμφωνία, ανεβάζοντας τον αριθμό στους 150 βουλευτές, με ό,τι σημαίνει αυτό για τη σχέση του με το ΚΙΝΑΛΛ στη συνέχεια. Το ΚΙΝΑΛΛ αναγκαστικά ζυγίζει το θέμα της κομματικής πειθαρχίας, εξετάζοντας σε ποια περίπτωση δέχεται το μικρότερο πολιτικό πλήγμα.

– Το Ποτάμι, όπως είπαμε, με τα δεδομένα που υπήρχαν μέχρι χθες έχει βάλει στο τραπέζι ως εξαιρετικά πιθανό ενδεχόμενο την αποχή από την ψηφοφορία. Μετά τη διαγραφή του Σπύρου Δανέλλη για την παροχή ψήφου εμπιστοσύνης στην κυβέρνηση, η πίεση πέφτει στους Σταύρο Θεοδωράκη, Σπύρο Λυκούδη και Γιώργο Μαυρωτά (οι Ψαριανός και Αμυράς έτσι κι αλλιώς καταψηφίζουν και πιέζουν προς αυτή την κατεύθυνση), οι οποίοι είναι αυτοί που έχουν εκφράσει θετική στάση απέναντι στη Συμφωνία και για πολιτικούς και ιδεολογικούς λόγους θα ήθελαν να την ψηφίσουν. Δυσφορούν όμως, όπως είπαμε, με το ευρύτερο πολιτικό πλαίσιο και παρόλο που από πλευράς κυβέρνησης επιχειρήθηκε να αποσυνδεθεί από την ψήφο εμπιστοσύνης. Τις επόμενες ημέρες το Ποτάμι θα οριστικοποιήσει τη θέση του και μένει να φανεί αν αυτή θα την ακολουθήσουν όλοι συντεταγμένα.

 

– Τέλος, είναι με ερωτηματικό το αν θα υπάρξει και κάποια θετική έκπληξη, όπως φημολογείται το τελευταίο διάστημα.

Με άλλα λόγια, η κυβέρνηση αναζητά ουσιαστικά δύο βουλευτές για να διασφαλίσει την απόλυτη πλειοψηφία των 151 βουλευτών.

Επισήμως, διακηρύσσεται ότι στόχος είναι η επίτευξη πλειοψηφίας 151 βουλευτών τουλάχιστον. Άλλωστε, μέχρι ν’ αρχίσει τα «νερά» το Ποτάμι, όλα έδειχναν ότι συγκεντρώνεται μια πλειοψηφία 153 – 154 βουλευτών.

Ανοιχτό το παιχνίδι

Από την κυβέρνηση πάντως θεωρούν το «παιχνίδι» ακόμη ανοιχτό κι επομένως θα επιμείνουν στην πολιτική πίεση προς τον Σταύρο Θεοδωράκη. Ακόμη και αν εκτιμηθεί ότι επιτυγχάνεται η απόλυτη πλειοψηφία των 151 θα επιδιωχθεί η μεγαλύτερη δυνατή συσπείρωση, στη λογική του «κανείς δεν περισσεύει» και του «όσο πιο μεγάλη η πλειοψηφία τόσο πιο ισχυρή η Συμφωνία».

Στον βαθμό μάλιστα που, όπως είπε χθες ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Δημήτρης Τζανακόπουλος, η υπερψήφιση της Συμφωνίας είναι για το Ποτάμι ζήτημα «ταυτότητας», είναι σαφές ότι από το κυβερνητικό στρατόπεδο τις επόμενες κρίσιμες μέρες θα στρίβουν διαρκώς το μαχαίρι στην πληγή του Ποταμιού, διεγείροντας και τα αντανακλαστικά της στελεχιακής και όποιας εκλογικής βάσης του. Ήδη χθες υπενθύμισαν ότι η Συμφωνία των Πρεσπών ήταν η αιτία για την οποία το Ποτάμι αποχώρησε από το ΚΙΝΑΛΛ το περασμένο καλοκαίρι, καθώς η Χαριλάου Τρικούπη τοποθετήθηκε αρνητικά.

Στο μεταξύ, το ΚΙΝΑΛΛ μπορεί αυτή τη στιγμή να μην πιέζεται κοινοβουλευτικά, ωστόσο δεν φαίνεται να εξαιρείται από το «σφυροκόπημα» του Μαξίμου. Στην κυβέρνηση γνωρίζουν πολύ καλά ότι, ακόμη και αν η κορυφή του ΚΙΝΑΛΛ είναι συμπαγής στη στάση της απέναντι στη συμφωνία (άλλο αν υπάρχουν κάποιες διαφορετικές προσεγγίσεις στους χειρισμούς εν όψει της ψηφοφορίας), σε μερίδα της βάσης του η στάση του εκλαμβάνεται ως συντηρητική στροφή και προκαλεί δυσαρέσκεια και αποσυσπείρωση.

151 ή…;

Το ερώτημα που γεννάται πάντως είναι τι θα συμβεί αν δεν επιτευχθεί η πολυπόθητη πλειοψηφία των 151 βουλευτών τουλάχιστον. Υπάρχει δημοσίως η παραδοχή ότι συνταγματικά η συμφωνία μπορεί να περάσει και με λιγότερες από 151 ψήφους – το ανέφερε την Τρίτη ο ίδιος ο πρόεδρος της Βουλής Νίκος Βούτσης – ωστόσο στην κυβέρνηση αναγνωρίζουν ότι σε αυτή την περίπτωση πολιτικά θα υπάρχει πρόβλημα. Επομένως η μάχη επικεντρώνεται στο «151 και άνω».

Εξάλλου, το αντίθετο, δηλαδή τυχόν απλή πλειοψηφία επί των παρόντων, συμπίπτει με τα σχέδια του Κυριάκου Μητσοτάκη η συμφωνία να περάσει μεν, ώστε να μην μεταφερθεί η εκκρεμότητα στην επόμενη κυβέρνηση – πιθανότατα κυβέρνηση Ν.Δ. με τον ίδιο πρωθυπουργό –, αλλά να επιτρέπει ταυτόχρονα τη σφοδρή κριτική στον ΣΥΡΙΖΑ και να δίνει πάτημα ευρύτερης πολιτικής του αποσταθεροποίησης και πρόκλησης πρόωρων εκλογών – με τη Συμφωνία ψηφισμένη, ξαναλέμε.

 

Αν διαφανεί τις επόμενες μέρες ένας τέτοιος κίνδυνος, προφανώς το Μαξίμου θα ζυγίσει τα δεδομένα και δεν αποκλείεται – στην περίπτωση επαναλαμβάνουμε που δεν συγκεντρώνεται η επιθυμητή πλειοψηφία των 151 και άνω – να αξιολογηθεί το ενδεχόμενο η συμφωνία να μην έρθει στη Βουλή και να υπάρξει προσφυγή στις κάλπες.

Είναι σαφές ότι για τον ΣΥΡΙΖΑ και τον Αλέξη Τσίπρα προσωπικά η κύρωση της Συμφωνίας των Πρεσπών είναι μείζον πολιτικό στοίχημα, αντίστοιχο σχεδόν της εξόδου από τα μνημόνια, που αποτελεί, όπως προαναφέρθηκε, πολιτική τομή στα πολιτικά πράγματα, πέρα από επίλυση ενός χρόνιου και περίπλοκου εθνικού ζητήματος.

Από την άλλη ο πρωθυπουργός επιθυμεί η οικονομία – που όπως είπε πρόσφατα θεωρεί ότι είναι το ατού της κυβερνητικής πολιτικής – να είναι το διακύβευμα των εκλογών, επομένως υπό κανονικές συνθήκες δεν θέλει να οδηγήσει τη χώρα σε κάλπες και δη πρόωρες με διακύβευμα τη Συμφωνία των Πρεσπών. Άλλωστε, ανεξαρτήτως του αν η κυβέρνηση τη θεωρεί πολιτική και διπλωματική τομή στα πολιτικά χρονικά, γνωρίζει ότι υπάρχει έντονη δυσαρέσκεια στο εκλογικό σώμα, στην οποία ποντάρει η αξιωματική αντιπολίτευση.

Από εκεί και πέρα, όμως, αν εκτιμηθεί ότι υπάρχει κίνδυνος να χαθεί το στοίχημα της απόλυτης πλειοψηφίας και αυτό κατ’ επέκταση να επηρεάσει αρνητικά το πολιτικό παιχνίδι εν όψει των εκλογών, τότε δεν αποκλείεται να στείλει την «καυτή πατάτα» στον επόμενο, δηλαδή τον Κυριάκο Μητσοτάκη. Ο τελευταίος βέβαια ξορκίζει ένα τέτοιο ενδεχόμενο κι αναγκαστικά δίνει τη μάχη σε αυτή τη συγκυρία να έχει «και την πίτα ολόκληρη και τον σκύλο χορτάτο» – και η Συμφωνία να ψηφιστεί και να ελέγξει τις εντυπώσεις, ότι δηλαδή η Ν.Δ. έκανε ό,τι ήταν δυνατό για να την αποτρέψει ή έστω να την αποδυναμώσει πολιτικά.

Ο χρόνος τελειώνει

Τα επόμενα εικοσιτετράωρα είναι κρίσιμα για τις διεργασίες και τις ζυμώσεις που θα καθορίσουν την τύχη της Συμφωνίας και πιθανότατα της κυβέρνησης. Επομένως, παρά τις φήμες ότι επίκειται άμεση κατάθεση της Συμφωνίας προκειμένου να ψηφιστεί με διαδικασίες εξπρές για να προλάβει το συλλαλητήριο της Κυριακής (κατά της Συμφωνίας), το πιθανότερο είναι ότι θα κατατεθεί στη Βουλή όταν η κυβέρνηση θα έχει διασφαλίσει το αποτέλεσμα. Αυτό δεν σημαίνει βέβαια ότι οι διεργασίες μπορούν να τραβήξουν επ’ αόριστον και η κύρωση να καθυστερήσει πέρα απ’ το τέλος του μήνα. Για το κατάλληλο τάιμινγκ εντός των επόμενων ημέρων θα συνεκτιμηθούν από τη μία οι πιέσεις που δέχονται οι βουλευτές που δημόσια δηλώνουν ότι θα ψηφίσουν τη συμφωνία και οι ζυμώσεις στην πλευρά εκείνων που ταλαντεύονται ή ζυγίζουν τις επιλογές τους.

 

madata